- εκκοιλαίνω
- (αόρ. εξεκοίλανα) μετ.1) выдалбливать, углублять; 2) расширять углубление, полость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκκοιλαίνω — (AM ἐκκοιλαίνω) κάνω κάτι κοίλο, βαθουλώνω … Dictionary of Greek